- εὐθυρρημόνως
- εὐθυρρήμωνplain-spokenadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυρρήμων — εὐθυρρήμων, ον (Α) αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι. επίρρ... εὐθυρρημόνως με ελευθερία λόγου, με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ρήμων (< ρήμα < θ. ρη τού είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη τός, ρη θήσομαι),… … Dictionary of Greek